ξέπλεκος

ξέπλεκος
και ξέπλεγος, -η, -ο
1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός
2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξέπλεκος, -η, -ο — και ξέπλεγος, η, ο όχι πλεγμένος, ο ξεπλεγμένος: Με ξέπλεγαστις αύρες τα μαλλιά της πετά η τρελή χαρά (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπλεκος — η, ο ξέπλεκος …   Dictionary of Greek

  • ξέπλεγος — η, ο βλ. ξέπλεκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”